-
1 ἔσβηνες
A v. ἔκγ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔσβηνες
-
2 γυλιός
γυλιός ( γύλιος)Grammatical information: m.Derivatives: Also γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H., and the fish names γυλλίσκοι ἰχθύες ποιοί H., γυλάριον = μυξῖνος (sch. Opp. H. 1, 111). The gloss γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν H.will be a mistake for γυάλας (s.v. γύαλον).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. One compared ONo. kýll `bag for victuals', OHG kiulla `bag' \<* keula-, s.. W.-Hofmann s. vola. Futher to γύαλον? - Fur. 120 compares γυλάριον with κύλλαρος (s.v.)Page in Frisk: 1,332Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γυλιός
-
3 γύλιος
γυλιός ( γύλιος)Grammatical information: m.Derivatives: Also γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H., and the fish names γυλλίσκοι ἰχθύες ποιοί H., γυλάριον = μυξῖνος (sch. Opp. H. 1, 111). The gloss γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν H.will be a mistake for γυάλας (s.v. γύαλον).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. One compared ONo. kýll `bag for victuals', OHG kiulla `bag' \<* keula-, s.. W.-Hofmann s. vola. Futher to γύαλον? - Fur. 120 compares γυλάριον with κύλλαρος (s.v.)Page in Frisk: 1,332Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γύλιος
-
4 γυλλός
Grammatical information: m.Meaning: meaning unclear, `block of stone' (Milete VI-Va) carried in a procession for Apollo (Nisson, Gr. Rel. 1,189); κύβος, η τετράγωνος λίθος H.; γυλλοί στολμοί H. (Latte: corrupt).Derivatives: γύλλινα ἐρείσματα, γεῖσοι H. On γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν, γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H. s.s.v. γυλιός.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,332Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γυλλός
-
5 κάλπος
κάλπος, τό, dasselbe, Hesych. ποτηρίου εἶδος.
-
6 κελέβη
A cup, jar, Anacr.42, Theoc.2.2, Euph.8, Call.Fr.anon.34 ([dialect] Aeol., acc. to Clitarch. and Silen. ap. Ath.11.475c). -
7 κάλπις
Grammatical information: f.Compounds: καλπο-φόρος `carrying a pitcher' (Epigr.)Derivatives: κάλπη ( κάλπην as v. l. for - πιν Plu., Hdn.) name of a constellation (Vett. Val.; Scherer Gestirnnamen 173 a. 190); κάλπος ποτηρίου εἶδος H. Dimin. κάλπιον (Pamphil. ap. Ath. 11, 475c).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Like so many vase-names without certain explanation. Mostly connected with a Celtic word for `urn, bucket', e. g. OIr. cilornn (\< * kelpurno-), which does not explain the - α-. Acc. to others to Assyr. karpu `vase, pot' or to OHG hal(a)p `handle'. From κάλπη Lat. calpar (formation unclear). - See Bq s. v., W.-Hofmann s. calpar. - Fur. 146 connects κελέβη, for which I see no reason. But the word is quite possibly Pre-Greek.Page in Frisk: 1,767-768Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάλπις
См. также в других словарях:
άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… … Dictionary of Greek
σκύφος — Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε. Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα… … Dictionary of Greek
καρχήσιον — Είδος ποτηριού, κατά την αρχαιότητα. Είχε στενή μέση και πλατιά βάση, ενώ ήταν εφοδιασμένο με λαβές. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού φυλάσσεται ένα κ., γνωστό ως ποτήρι των Πτολεμαίων … Dictionary of Greek
μάνης — μάνης, ὁ (Α) 1. είδος ποτηριού 2. μικρό χάλκινο άγαλμα που χρησιμοποιούνταν κατά το παιχνίδι κότταβος* 3. είδος βολής κατά το παιχνίδι τών κύβων 4. ο δούλος 5. ως κύριο όν. ὁ Μάνης α) (στους κωμικούς) όνομα δούλου από τη Φρυγία β) προσωνυμία… … Dictionary of Greek
νεστορίς — νεστορίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νέστωρ, ορος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Κυκλωπ ίς), είδος ποτηριού που ονομάστηκε έτσι από το ποτήρι τού Νέστορος] … Dictionary of Greek
λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… … Dictionary of Greek
λαγυνοθήκη — λαγυνοθήκη, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή βάσης ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + θήκη] … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… … Dictionary of Greek
δίκερας — το (Α δίκερας) νεοελλ. είδος ελασματοβράγχιων μαλακίων που έχει εκλείψει αρχ. 1. διπλό κέρας 2. είδος ποτηριού με δύο κρουνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κέρας «κέρατο»] … Dictionary of Greek
ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek